- διευθέτησις
- διευθέτ-ησις, εως, ἡ,A good order, Eust.26.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διευθέτησις — good order fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθετήσει — διευθέτησις good order fem nom/voc/acc dual (attic epic) διευθετήσεϊ , διευθέτησις good order fem dat sg (epic) διευθέτησις good order fem dat sg (attic ionic) διευθετέω set in order aor subj act 3rd sg (epic) διευθετέω set in order fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθετήσεσιν — διευθέτησις good order fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθέτησιν — διευθέτησις good order fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευθέτηση — η (Μ διευθέτησις) [διευθετώ] τοποθέτηση κάθε πράγματος στη θέση του, τακτοποίηση νεοελλ. 1. διακανονισμός ενός ζητήματος μετά από άρση τών δυσχερειών 2. «έργα διευθετήσεως» μεταλλευτικά έργα συμπληρωματικά τών κυρίως ερευνητικών (συγκοινωνίες,… … Dictionary of Greek
διευθετήσῃ — διευθετήσηι , διευθέτησις good order fem dat sg (epic) διευθετέω set in order aor subj mid 2nd sg διευθετέω set in order aor subj act 3rd sg διευθετέω set in order fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)